шкиперская - ορισμός. Τι είναι το шкиперская
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι шкиперская - ορισμός


шкиперская      
ж.
Кладовая на судне для хранения тросов, брезентов, цепей и другого палубного имущества.
шкиперский      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: шкипер, связанный с ним.
2) Свойственный шкиперу, характерный для него.
3) Принадлежащий шкиперу.
шкиперский      
ШК'ИПЕРСКИЙ, шкиперская, шкиперское (мор.). прил. к шкипер
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για шкиперская
1. Довершает картину "шкиперская бородка" апостола Петра.
2. Шкиперская доля - В какой-то момент,- говорит Сергей Сасонский,- пришло ощущение, что это и есть настоящее призвание: яхты, вахты, паруса, часовые пояса...
Τι είναι шкиперская - ορισμός